- ἀχθοφόρα
- ἀχθοφόροςbearing burdensneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχθοφόρος — ο (Α ἀχθοφόρος, ον) ο εργάτης που μεταφέρει φορτία αρχ. φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek